κρατερός

κρατερός
I
(; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο έμπιστος στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σε αυτόν ο Μακεδόνας στρατηλάτης ανέθετε τη διοίκηση του κύριου όγκου του στρατεύματος, όταν ο ίδιος υποχρεωνόταν να απομακρυνθεί με μικρές δυνάμεις. Ο Κ. κατά την επιστροφή από τις Ινδίες (324) οδήγησε με επιτυχία, μέσω Γεδρωσίας και Δραγιανής, στην Καρμανία της νότιας Περσίας το μεγαλύτερο μέρος του στρατού και τους ελέφαντες. Πολιτικός διοικητής της Μακεδονίας μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, συνέβαλε ιδιαίτερα, συνεργαζόμενος με τον στρατιωτικό διοικητή Αντίπατρο, στην ήττα των επαναστατημένων Ελλήνων στην Κραννώνα της Θεσσαλίας (322) και στην περάτωση του Λαμιακού πολέμου. Όταν άρχισε ο θερμός πόλεμος μεταξύ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Κ. με τον Αντίπατρο, τον Αντίγονο και τον Πτολεμαίο στράφηκαν εναντίον του Περδίκκα και του Ευμένη. Σε πεισματώδη μάχη στην Καππαδοκία (321) ο Κ. νικήθηκε από τον Ευμένη, τραυματίστηκε βαριά και ξεψύχησε στα χέρια του αντιπάλου του, με τον οποίο κατά το παρελθόν ήταν φίλοι. Ο Κ. αναφέρεται και με το όνομα Κράτερος.
II
Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
1. Κ. (9ος αι.) Στρατηγός και διοικητής του θέματος των Κιβυρραιωτών, κατά την περίοδο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ Τραυλού (820-829). Το 826, επικεφαλής 70 πολεμικών πλοίων, ανέλαβε να διώξει τους Άραβες από την Κρήτη. Αποβίβασε τον στρατό του στο νησί και σε σύντομο χρονικό διάστημα κυρίευσε το μεγαλύτερο μέρος του και προκάλεσε μεγάλες φθορές στους αντιπάλους του. Ωστόσο δεν τους εξόντωσε, με αποτέλεσμα να ανασυνταχθούν και κάποια νύχτα να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στο στρατόπεδο των Βυζαντινών. Στη σύγκρουση που ακολούθησε οι Άραβες έσφαξαν σχεδόν όλους τους βυζαντινούς στρατιώτες. Ο Κ. και όσοι στρατιώτες διασώθηκαν κατόρθωσαν να επιβιβαστούν σε ένα εμπορικό πλοίο. Οι Άραβες, όμως, καταδίωξαν το πλοίο, το κατέλαβαν και απαγχόνισαν τον Κ. και τους άνδρες του. Κοντά στο Ηράκλειο υπάρχει τοποθεσία και μικρό ποτάμι με την ονομασία Κ., που αναφέρεται και εσφαλμένα Καρτερός. Πρόκειται, κατά την παράδοση, για το μέρος όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Κ. την τραγική νύχτα της αιφνιδιαστικής επίθεσης των Αράβων.
2. Κ. ή Θεόδωρος ο μάρτυς (9ος αι.). Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (13.).
3. Κ. (10ος αι.) Πατέρας της αυτοκράτειρας Θεοφανούς, συζύγου του Ρωμανού Β’ και κατόπιν του Νικηφόρου Β’ του Φωκά. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, ήταν ένας ασήμαντος έμπορος, ενώ κατά τον ανώνυμο χρονογράφο που έγραψε τη βιογραφία του Κωνσταντίνου Ζ’ και του γιου του, Ρωμανού Β’, ήταν ονομαστός άρχοντας της Κωνσταντινούπολης.
* * *
-ά, -ό (AM κρατερός, -ά, -όν)
1. ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος, κραταιός (α. «κρατεροῑο λέοντος», Ομ. Οδ.
β. «χειρῶν ὑπὸ κρατερᾱν», Πίνδ.)
2. (για καταστάσεις) σφοδρός, λυσσώδης, πεισματώδης (α. «όσον κρατερά και αν ήτο η καταδίωξις τών Τούρκων», Παπαδ.
β. «εὔχεσθαι ἐμὲ νικῆσαι κρατερῆφι βίηφιν», Ομ. Ιλ.
μσν.-αρχ.
νικητής, υπέρτερος (ἐπεὶ δὲ ταύτης κρατερὸς ὲγένετο», Δίον. Αλ.)
αρχ.
1. σκληρός, σκληρόκαρδος («οὐκέτ' ἔπειτ' ἔσται θάνατον καὶ Κῆρας ἀλύξαι
λίην γὰρ κρατερὸς περὶ πάντων ἔστ' ἀνθρώπων», Ομ. Ιλ.)
2. (για τον Άδη) αυστηρός, τραχύς, σκληρός
3. (για πράγματα) δυνατός, ανθεκτικός («ἠὲ σίδηρος, ὅπερ κρατερώτατός ἐστι», Ησύχ.)
4. (για πράξεις και λόγια) βίαιος, τραχύς («κρατερόν δ' ἐπὶ μῡθον ἔτελλεν», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
κρατερώς (Α κρατερῶς)
1. ισχυρά, ρωμαλέα («κὰδ δὲ ἔβαλεν κρατερῶς», Ομ. Οδ.)
2. σφοδρά, με λύσσα («μάλα γὰρ κρατερῶς ἐμάχοντο», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. ορμητικά
2. (για λόγο) με τραχύτητα («οἱ δ' ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῆ,... μάλα γὰρ κρατερῶς ἀγόρευσεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρατ- / καρτ- (πρβλ. κράτος / κάρτος) + -ερός*.
ΠΑΡ. καρτερώ
αρχ.
κρατερίτις.
ΣΥΝΘ. αρχ. κρατεραίχμης, κρατεραλγής, κρατεραύχην, κρατερόδους, κρατεροφόρος, κρατερόφρων, κρατερόχειρ
αρχ.-μσν.
κρατερώνυξ
μσν.
κρατερόστομος
νεοελλ.
κρατερόψυχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Κρατερός — strong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερός — strong masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερός — ή, ό επίρρ. ά 1. ισχυρός, δυνατός, κραταιός. 2. βίαιος, λυσσαλέος, άγριος: Έγινε μάχη κρατερή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρατερά — κρατερός strong neut nom/voc/acc pl κρατερά̱ , κρατερός strong fem nom/voc/acc dual κρατερά̱ , κρατερός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερώτερον — κρατερός strong adverbial comp κρατερός strong masc acc comp sg κρατερός strong neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερῶν — κρατερός strong fem gen pl κρατερός strong masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερόν — κρατερός strong masc acc sg κρατερός strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερώτατα — κρατερός strong adverbial superl κρατερός strong neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατερώτατον — κρατερός strong masc acc superl sg κρατερός strong neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кратер брат Антигона Гоната — (Κρατερός) брат Антигона Гоната; собрал афинские народные постановления и т. п. документы, главным образом по надписям, под заглавием: Συναγωγή ψηφισμάτων . Сохранились отрывки из этого труда, в который, кроме актов, входили и комментарии к ним.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”